1896
Ο Τόμας Μαν καθισμένος στο γραφείο του, 1943 | Fred Stein Archive/ Archive Photos/ Getty Images/ Ideal Image/ CreativeProtagon

Ο Τόμας Μαν επέστρεψε

Αννα Αθανασιάδου Αννα Αθανασιάδου 18 Ιουνίου 2025, 10:01
Ο Τόμας Μαν καθισμένος στο γραφείο του, 1943
|Fred Stein Archive/ Archive Photos/ Getty Images/ Ideal Image/ CreativeProtagon

Ο Τόμας Μαν επέστρεψε

Αννα Αθανασιάδου Αννα Αθανασιάδου 18 Ιουνίου 2025, 10:01

O Τόμας Μαν επέστρεψε 150 χρόνια μετά τη γέννησή του. Oχι, δεν χρησιμοποιήθηκε η Τεχνητή Νοημοσύνη για να τον νεκραναστήσει επισφραγίζοντας την καλλιτεχνική αθανασία του. Στις 6 Ιουνίου ο γερμανός συγγραφέας, οποίος απέδωσε με λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις τις ραγδαίες μεταπτώσεις του 20ού αιώνα στα μακρόπνοα λογοτεχνικά έργα του, τιμήθηκε με μια επετειακή γιορτή σε όλη τη Γερμανία και, κυρίως, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Λίμπεκ.

Με το θέμα «Ο Τόμας Μαν επέστρεψε», οργανώθηκαν ομιλίες, συζητήσεις, συναυλίες, μουσειακές εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις, ξαναζωντανεύοντας μνήμες από τα –πολυδιαβασμένα διεθνώς– αριστουργήματά του. Παράλληλα, μέσα από τις αλληλεπιδράσεις του συγγραφέα με τον πολυτάραχο κόσμο του, αναδείχθηκε η απρόσμενη εξέλιξή του σε ακτιβιστή κατά του ναζισμού, αλλά και προβλήθηκε και η επικαιρότητά του για το σύγχρονο διεθνές κοινό, σε έναν κόσμο αναταραγμένο και εξαιρετικά αβέβαιο.

Τα έργα του Τόμας Μαν παραμένουν επίκαιρα επειδή –εκτός των άλλων– εκφράζουν σε παραλλαγές μια αξεπέραστη ένταση, η οποία γεννιέται μέσα από δύο βασικά ζητήματα με καθοριστικές προεκτάσεις και για τη δική μας, εξίσου αντιφατική εποχή.

Το ένα είναι η απόσταση αλλά και συγκρουσιακή σχέση μεταξύ τέχνης και ζωής. Το δεύτερο αφορά την  –ανεπαίσθητη αρχικά και ακατάσχετη στη συνέχεια– αλλαγή πολιτικού παραδείγματος προς το χειρότερο, το ολισθηρό πέρασμα από μια ελλειμματική δημοκρατία προς τον αυταρχισμό, μαζί με τις μοιραία καταστροφικές επιπτώσεις της για τα ανίδεα άτομα και την εύθραυστη κοινωνία.

Η απόσταση τέχνης – ζωής ως σύγχρονο προσωπικό δίλημμα

Σε όλα τα γραπτά του Τόμας Μαν εμφανίζονται πρόσωπα με καλλιτεχνικές δεξιότητες και ευαισθησίες, τα οποία βιώνουν ως αντίφαση τη βαθύτατη υπαρξιακή σχέση τους με την τέχνη. Στις νουβέλες και τα μυθιστορήματά του συναντάμε καλλιτέχνες με έργα καταξιωμένα –όπως ο ποιητής Τόνιο Κρέγκερ στο ομώνυμο έργο ή και ο συγγραφέας Γκούσταβ φον Ασεμπαχ στο «Θάνατος στη Βενετία»– αλλά και μεταιχμιακούς καλλιτέχνες με έργα διεστραμμένα ανοίκεια, όπως ο μουσικοσυνθέτης Αντριάν Λεβέρκιν στο «Δρ Φάουστους». Υπάρχουν ακόμα και καλλιτέχνες δίχως έργο ή φιλότεχνα πρόσωπα, όπως ο 15χρονος Χάνο Μπούντενμπροκ, στο έργο «Οι Μπούντενμπροκ», ή ο Χανς Κάστορπ στο «Μαγικό βουνό». Σε κάθε περίπτωση, οι καλλιτεχνικές εμπνεύσεις τους και απολαύσεις χρωματίζουν τα πάντα, δίνοντας στη ζωή τους το εξαιρετικό νόημά της.

Από την άλλη, όλοι αυτοί οι ενεργοί ή εν δυνάμει καλλιτέχνες βιώνουν οδυνηρά κάποια έλλειψη, εξασθένηση η ανισορροπία. Η ενδόμυχη σχέση τους με την τέχνη, παρά την απόλαυση και την έκσταση, φαίνεται να τους κάνει μοιραία τρωτούς. Με τα λόγια του Γκούσταβ Ασενμπαχ: «Η τέχνη, ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο, σημαίνει έναν βίο ανώτερο, που δίνει πιο βαθιά ευχαρίστηση και φθείρει πιο γρήγορα». Οι καλλιτεχνικές περιπέτειες αναπόφευκτα κάνουν τον καλλιτέχνη «εκκεντρικό και υπερευαίσθητο, του προκαλούν κόπωση και μια ιδιοτροπία των νεύρων».

Ο θάνατος –κάποτε διαδεχόμενος ένα αποτυχημένο ερωτικό πάθος– απαιτεί απρόσμενα τη ζωή τέτοιων προσώπων ως μακάβριο τίμημα για την καλλιτεχνική υπερευαισθησία τους. Στους «Μπούντεμπροκ» ο Χάνο, το πιο καλλιτεχνικό μέλος αυτής της ισχυρής αλλά και φθίνουσας αστικής οικογένειας, βιώνει την έκσταση της μουσικής, πριν πεθάνει αιφνίδια από τύφο.  Ο ήδη σωματικά εξασθενημένος – συγγραφέας Γκούσταβ φον Ασενμπαχ, τυφλωμένος από την ερωτική γοητεία που ασκεί επάνω του ο ωραίος έφηβος Τάτζιο, σέρνεται πίσω από το αντικείμενο του πάθους του σαν υπνωτισμένος, αδιαφορώντας για τα κρούσματα χολέρας στη Βενετία, ώστε τελικά πεθαίνει από αυτήν.

Ο Αντριάν Λεβέρκιν κάνει συμβόλαιο με τον διάβολο για να ολοκληρώσει την αιρετική μουσική σύνθεσή του, πριν πεθάνει από σύφιλη. Ο Χανς Κάστορπ στο «Μαγικό Βουνό», έχοντας προσβληθεί από φυματίωση σύρεται αυτοκτονικά στο θανάσιμο πεδίο της μάχης σιγοτραγουδώντας για τελευταία φορά το άσμα «Η Φλαμουριά» από το «Χειμερινό Ταξίδι» του Σούμπερτ.

Οι καλλιτέχνες του Τόμας Μαν απέχουν συναισθηματικά από την κανονική ζωή με τις απλές απολαύσεις της. Ο συγγραφέας, επηρεασμένος από τον Νίτσε, αντιλαμβάνεται τον μέσο άνθρωπο, σε αντιπαράθεση με τον καλλιτέχνη, σαν τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο (το λεγόμενο «ξανθό κτήνος»), αλλά σε μετριασμένη εκδοχή, δηλαδή να εκφράζει μια ενστικτώδη αυτοπεποίθηση ζώντας με αυτοματισμούς και ικανοποιώντας τις επιθυμίες του αστόχαστα, ενώ συνάμα επιδιώκει την ασφάλεια, μη μπορώντας να κατανοήσει τις καλλιτεχνικές δημιουργίες και ευαισθησίες.

Η πεποίθηση για τη μοναξιά του υπερευαίσθητου και κριτικού καλλιτέχνη τονίζει την υπεροχή του πνεύματος και της ευαισθησίας πάνω από τη ζωτικότητα και βούληση του μέσου ανθρώπου. Εδώ ο Τόμας Μαν επηρεάζεται  από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ και συγκεκριμένα το έργο «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση». Αυτή η φιλοσοφία με την αρνητικότητά της βρίσκεται στον αντίποδα της νιτσεϊκής κατάφασης για ζωή. Δύο αντικρουόμενες, λοιπόν, φιλοσοφίες  επηρεάζουν τον Τόμας Μαν στη σύνθεση των καλλιτεχνών του. Σε αυτές προστίθεται η επιρροή του Γκαίτε, αλλά και της φροϋδικής ψυχανάλυσης (ένστικτο του έρωτα σε αντιπαράθεση με ένστικτο του θανάτου, η δύναμη του ασυνείδητου κ.λπ.). Ολες αυτές οι επιρροές, σε συνδυασμό με την πολυδιάστατη προσωπικότητα του συγγραφέα, συμβάλλουν στην πολυπλοκότητα των καλλιτεχνών που κυριαρχούν στα έργα του.

Αυτοί προτιμούν –κατά τον Ασενμπαχ– μια διφορούμενη μοναξιά, η οποία «παράγει το αυθεντικό, το τολμηρά και ιδιόρρυθμα ωραίο, το ποίημα» αλλά δυστυχώς και «το άσχημο, το δυσανάλογο, το παράλογο και το ανεπίτρεπτο». Είναι σαν να κάνει ο καθένας τους το δικό του προσωπικό συμβόλαιο με τον διάβολο, για να κατακτήσει την αυθεντική καλλιτεχνική εμπειρία ή και να πετύχει την αναγνωρισμένη δημιουργία. Χάνουν την ψυχή τους, για να τη μεταγγίσουν είτε στα έργα τους ή στην απογειωμένη φαντασία τους. Ετσι καταντούν σχεδόν άψυχοι, απόμακροι και μελαγχολικοί, παραμένοντας ανικανοποίητοι και ενεργειακά εξαντλημένοι. Ωστόσο αισθάνονται την απρόσιτη σε αυτούς ζωή μόνο όταν τους απειλεί πραγματικά ο θάνατος.

Κάπως έτσι, ο ποιητής Τόνιο Κρέγκερ ελκύεται και συνάμα απωθείται από τις «χαρές της καθημερινότητας». Συζητώντας με μια ρωσίδα ζωγράφο δηλώνει: «Χρειάζεται να ’ναι κανείς απάνθρωπος κι έξω από τους ανθρώπους, να βρίσκεται σε μια αμέτοχη, ιδιόρρυθμη και μακρινή σχέση με το ανθρώπινο, για να είναι σε θέση και γενικά να παίξει μαζί του και να το αναπαραστήσει αποτελεσματικά και καλόγουστα… Γιατί επιμένω πως το υγιές και ισχυρό αίσθημα είναι κακού γούστου. Είναι ξοφλημένος ο καλλιτέχνης από τη στιγμή που αρχίζει να γίνεται άνθρωπος, που αρχίζει να αισθάνεται… Σας λέω πως συχνά είμαι θανάσιμα κουρασμένος να απεικονίζω το ανθρώπινο, χωρίς να συμμετέχω στο ανθρώπινο…».

Στη σύγχρονη εποχή το χάσμα τέχνης – πραγματικότητας εσωτερικεύεται προσωπικά και μεταλλάσσεται σε υπαρξιακή αντίφαση για άτομα απογοητευμένα από τις αξεπέραστα διχασμένες ζωές τους. Ο γερμανός κοινωνιολόγος Αντρέας Ρέκβιτς στο έργο του «Το τέλος των ψευδαισθήσεων» προσδιορίζει μια ιδιαίτερη διάσταση αυτού του φαινομένου ως «παράδοξο της ρομαντικής κατάστασης». Δηλαδή το δίλημμα του 19ου αιώνα «Καλλιτέχνης ή πολίτης;» επανεμφανίζεται στον 21ο αιώνα ως νεορομαντική σύγκρουση ανάμεσα στην αυτοπραγμάτωση –την αίσθηση πληρότητας στο πλαίσιο μιας ελεύθερης ζωής όπως αυτή ενός καλλιτέχνη– και στην κοινωνική αναγνώριση, με επιδίωξη της ασφάλειας και περιορισμό της συναισθηματικής κ.λπ. ανάπτυξης και ελευθερίας. Καθώς είναι ανέφικτο να πραγματοποιηθούν και τα δύο εξίσου, η απογοήτευση επικρατεί. Την καλλιτεχνική μελαγχολία την υποκαθιστά η κατάθλιψη.

Εξάλλου ο κάθε χρήστης των κοινωνικών μέσων αυτοανακηρύσσεται σε καλλιτεχνικό δημιουργό αναμειγνύοντας ένα ετερόκλητο «υλικό» κάθε προέλευσης –φυσικά και προσωπικές εμπειρίες– σε προσωπικές συνθέσεις. Αυτές τις δημοσιοποιεί ως αυθεντικές σε ένα ευρύ, συχνά διεθνές, κοινό, ποντάροντας στην αναγνώρισή του μέσω αδιαφανών κριτηρίων, τα οποία καθορίζονται και από τους αλγορίθμους.

Παράλληλα, το συναίσθημα υπερτονίζεται και προβάλλεται ως μαγνήτης προσοχής, ιδίως στα κοινωνικά μέσα. Τολμηρά ο κάθε χρήστης τους δημοσιοποιεί τις πιο ακραίες συναισθηματικές μεταπτώσεις του, εκφράζοντας, σε διεστραμμένη, βέβαια, εκδοχή, κάτι ανάλογο με την καλλιτεχνική υπερευαισθησία. Ωστόσο η συναισθηματική υπερδιέγερση δεν διογκώνει μόνο τις απολαυστικές αλλά και τις δυσάρεστες διαστάσεις της πραγματικότητας. Ετσι μειώνεται η ανοχή απέναντι σε οτιδήποτε ενοχλητικό και αντιφατικό, με επίπτωση τις σωματοψυχικές ανισορροπίες και διαταραχές, αλλά και την παραμορφωτική μοναξιά.

Μια συνηθισμένη διέξοδος σε τέτοια μοναχική δυσφορία είναι το ποστάρισμα στις ψηφιακές πλατφόρμες εικόνων , βίντεο και άλλου συναισθηματικά φορτισμένου υλικού, το οποίο  εκφράζει  οπτικά κυρίως τις άγριες συναισθηματικές εκρήξεις. Αυτή η δημοσιοποίηση, βέβαια, προϋποθέτει και συνεπάγεται την συναισθηματική απονέκρωση, ίσως και απάθεια όσων εκθέτουν τη ζωή τους δημόσια στις πιο ενδόμυχες εκφάνσεις της.

Τελικά, η απόσταση τέχνης – πραγματικότητας, όπως αποτυπώνεται στα έργα του Τόμας Μαν εσωτερικεύεται δυνητικά  στον καθένα, γεννώντας τόσο θετικά  συναισθήματα που συνδέονται με την μοναδικότητα και εξαιρετικότητα του ατόμου, αλλά και τα  αρνητικά συναισθήματα απογοήτευσης και κατάθλιψης.

Η Ευρώπη με έλλειψη δημοκρατικού οξυγόνου

Στο λόγο που εκφώνησε προς τιμή του Τόμας Μαν στην τελετή της πόλης του Λίμπεκ  ο πρόεδρος της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ τόνισε τη σημασία του μεγαλόπνοου μυθιστορήματός του  «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού» (στα ελληνικά σε μετάφραση Λευτέρη Αναγνώστου, εκδόσεις Gutenberg). Για τον γερμανό πολιτικό το έργο απεικονίζει τον εξανθρωπισμό της σοφίας συνδέοντάς την παραβολικά με μια αποτελεσματική πολιτική με κοινωνικούς στόχους, η  οποία αναγνωρίζει τη αξία του ατόμου.

Παράλληλα, προβλήθηκε η ακτιβιστική δράση του Τόμας Μαν κατά του ναζισμού. Αυτή  ξεκίνησε με την ανοιχτή επιστολή του προς το Πανεπιστήμιο της Βόννης στις αρχές του 1937, στην οποία δήλωσε δημόσια πως απορρίπτει τη ρατσιστική παραφροσύνη. Ακόμα και στα 70 του χρόνια ταξίδευε ακούραστα σε εξαντλητικές περιοδείες στις ΗΠΑ δίνοντας διαλέξεις  κατά του φασισμού και υπέρ της δημοκρατίας. Δήλωνε ότι μόνο η δημοκρατία μπορεί να διαφυλάξει η ατομικότητα και την αξιοπρέπεια του καθενός ευνοώντας την αληθινή ανθρωπιά.

Ωστόσο ο ίδιος απογοητεύτηκε από την  αυξανόμενη αμερικανική μισαλλοδοξία της δεκαετίας του 1950. Ο Σταϊνμάγερ διερωτήθηκε πόσο μπορεί να συνδέεται αυτή η αντίδραση του Τόμας Μαν, με την τωρινή Αμερική, «όπου η τέχνη και η επιστήμη, όπου τα πανεπιστήμια, που ήταν το καμάρι αυτής της ελεύθερης χώρας που του είχε δώσει καταφύγιο, κινδυνεύουν επειδή αυτή η ανοχή απειλείται στον πυρήνα της;» Και συνεχίζοντας τον συλλογισμό του ο Σταϊνμάγερ τόνισε πως «σε κάθε περίπτωση, (ο Τόμας Μαν) γνώριζε, και το είπε σε μια προφητική ομιλία του το 1938, ότι η δημοκρατία σήμερα δεν είναι πλέον ένα ασφαλές αγαθό, ότι… απειλείται σοβαρά από μέσα και από έξω… Το μήνυμά του, όπως το καταλαβαίνουμε σήμερα: Η δημοκρατία –αφού επιτευχθεί– θα διαρκέσει μόνο αν οι άνθρωποι εργαστούν μέσα σε αυτήν και για αυτήν, αν την υπερασπιστούν».

Ο ομιλητής επισήμανε πόσο απρόβλεπτα εξελίσσεται η ιστορία στο μυθιστόρημα «Το Μαγικό Βουνό». Ενώ η αρχή είναι εντελώς απατηλή. Ο νεαρός Χανς Κάστορπ επισκέπτεται τον φυματικό ξάδελφό του στο διεθνές σανατόριο Μπέργκοφ σε ένα ελβετικό βουνό στην περιοχή του Νταβός. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί όμως πως 7 χρόνια μετά, ο ανέμελος επισκέπτης Χανς παραμένει στο σανατόριο έχοντας προσβληθεί από την ίδια ανίατη αρρώστια. Τελικά, ο ίδιος καταλήγει στο πεδίο της μάχης επιλέγοντας αυτήν την αυτοκτονική διέξοδο αντί για το θάνατο στο σανατόριο. Παρόμοια απρόβλεπτα αλλά και δραματικά με την πορεία του Κάστορπ και των άλλων φυματικών ασθενών εξελίχθηκε η Ευρώπη του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Τόμας Μαν βίωσε ανατρεπτικές αλλαγές της τεχνολογίας, κοινωνίας και πολιτικής, τις οποίες αποτύπωσε δεξιοτεχνικά στο έργο του.

Εδώ θα πρόσθετα ότι η επικαιρότητα του Τόμας Μαν για την εποχή μας αφορά και τις ιλιγγιώδεις σύγχρονες εξελίξεις στο τεχνολογικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο διεθνώς. Ολες αυτές ανατρέπουν οτιδήποτε οικείο και προβλέψιμο, συντελώντας στην ανάδυση μιας ανεξέλεγκτης πραγματικότητας. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη σύγχρονη μεταλλασσόμενη Ευρώπη να προσέρχεται ως ανέμελη επισκέπτρια στο σανατόριο των ανελεύθερων καθεστώτων, τα οποία σε σχέση με τις δημοκρατίες στερούνται τον αέρα, το οξυγόνο της δημοκρατικής ελευθερίας.

Είναι σαν τέτοια καθεστώτα να συσπειρώνονται σε ένα σύγχρονο «Μαγικό βουνό», όπου τους παρέχεται για αντιστάθμισμα κάποιο πολιτικό οξυγόνο –δηλαδή νόημα– για την παράταση της ζωής τους. Ωστόσο μια τέτοια Ευρώπη και γενικότερα ο «Δυτικός κόσμος» που αυτοπαρηγορείται για τη δική του δημοκρατική υγεία, από το ύψος της δημοκρατικής ανωτερότητάς του, δεν συνειδητοποιεί πως και ο ίδιος έχει μολυνθεί ανίατα από την ίδια αθεράπευτη έλλειψη. Αυτή η «μόλυνση» εκδηλώνεται με σύμπτωμα της έλλειψης ανεκτικότητας τόσο από δεξιά, όσο και από κι αριστερά.

Ετσι, τα έργα του Τόμας Μαν εξακολουθούν να συναρπάζουν, παραμένοντας επίκαιρα, παρότι αναφέρονται σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό κι όμως εξίσου ταραγμένο και μεταιχμιακό με τον δικό μας. Παράλληλα, αυτά μας δείχνουν πως η σύγχρονη πρόοδος δεν συνεπάγεται πάντα μεγαλύτερη ελευθερία και καλύτερη ισορροπία, τα οποία γίνονται εφικτά μόνο με την προσπάθεια και την επαγρύπνησή μας.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...